- κνησιχρυσος
- κνησίχρυσοςκνησί-χρῡσος2(ῑ) стирающий золото
(ῥίνη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ῥίνη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνησίχρυσος — κνησίχρυσος, ον (Α) φρ. «ῥίνη κνησίχρυσος» λίμα με την οποία ο χρυσοχόος ξύνει το χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνησι (< κνώ «ξύνω») + χρυσος < χρυσός), πρβλ. αργυρό χρυσος, επί χρυσος] … Dictionary of Greek
κνησίχρυσον — κνησίχρῡσον , κνησίχρυσος scraping gold masc/fem acc sg κνησίχρῡσον , κνησίχρυσος scraping gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek